- ἐνάριθμα
- ἐνάριθμοςtaken into accountneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενάριθμος — η, ο (AM ἐνάριθμος, ον) νεοελλ. ο αριθμημένος («ενάριθμα γραμματόσημα» ειδικά γραμματόσημα για είσπραξη, από τον παραλήπτη, τού ελλιπούς τέλους ταχυδρομούμενων αντικειμένων, αλλιώς «εισπρακτέα») αρχ. 1. εναρίθμιος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ… … Dictionary of Greek
Αποστολίδης, Ηρακλής — (Πύργος [σημερινή Μπουργκάς], Βουλγαρία 1893 – 1970).Δημοσιογράφος και λόγιος, διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης (1945 59). Φοίτησε στο γυμνάσιο Αδριανούπολης, στη Σχολή Γλωσσών και Εμπορίου της Κωνσταντινούπολης και, αργότερα, στο Βαρβάκειο της … Dictionary of Greek